- κακομιλώ
- κακομιλώ και κακομιλάω κακομίλησα, μιλώ άσχημα ή λαθεμένα: Γιατί του κακομίλησες του φοιτητή;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακομιλώ — έω και άω 1. μιλώ σε κάποιον με άσχημο τρόπο, απευθύνω σκληρούς λόγους 2. μιλώ με ατέλειες, με λάθη, εσφαλμένα («κακομιλεί τα αγγλικά») … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek